- σποριαγγειοφόρος
- ο, Νβοτ. δομή που φέρει ένα ή περισσότερα σποριάγγεια και μπορεί να είναι μια απλή υφή ή ένας πολυκύτταρος ή διακλαδιζόμενος μίσχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporangiophore (< σποράγγειο* + -φόρος*)].
Dictionary of Greek. 2013.